εξαιτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαιτούμαι < αρχαία ελληνική ἐξαιτέομαι /ἐξαιτοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐξαιτέω / ἐξαιτῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεξαιτούμαι
- (αρχαιοπρεπές) ζητώ κάτι για κάποιο λόγο ή σκοπό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαιτούμαι
|