↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζητημένος η ζητημένη το ζητημένο
      γενική του ζητημένου της ζητημένης του ζητημένου
    αιτιατική τον ζητημένο τη ζητημένη το ζητημένο
     κλητική ζητημένε ζητημένη ζητημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζητημένοι οι ζητημένες τα ζητημένα
      γενική των ζητημένων των ζητημένων των ζητημένων
    αιτιατική τους ζητημένους τις ζητημένες τα ζητημένα
     κλητική ζητημένοι ζητημένες ζητημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζητημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζητώ

ζητημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ζητώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία