etimologia
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
etimologia | etimologie |
etimologia (it) θηλυκό
Καταλανικά (ca) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
etimologia (ca) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
etimologia | etimologie |
etimologia (it) θηλυκό
etimologia (ca) θηλυκό