• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

etymologia

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
  • 2 Φινλανδικά (fi)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

etymologia (pl) θηλυκό

  • ετυμολογία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • etymolog
  • etymologicznie
  • etymologiczny
  • etymologizowanie
  • etymologizować
  • etymolożka
  • etymon
  • zetymologizowanie
  • zetymologizować



Φινλανδικά (fi)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

etymologia (fi)

  • ετυμολογία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=etymologia&oldid=5223062"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Σεπτεμβρίου 2021, στις 17:42

Γλώσσες

    • Català
    • Corsu
    • Čeština
    • Cymraeg
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Interlingua
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Македонски
    • Malti
    • Polski
    • Русский
    • Sicilianu
    • Svenska
    • Türkçe
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Σεπτεμβρίου 2021, στις 17:42.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας