πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εισπράκτορας οι εισπράκτορες
      γενική του
του/της
εισπράκτορα
εισπράκτορος
των εισπρακτόρων
    αιτιατική τον/την εισπράκτορα τους/τις εισπράκτορες
     κλητική εισπράκτορα εισπράκτορες
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας».
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈspɾa.kto.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εισπράκτορας
παλιότερος συλλαβισμός: εισπράκτορας

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εισπράκτορας αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & εισπρακτόρισσα, εισπρακτορίνα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία