εισπράκτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εισπράκτορας | οι | εισπράκτορες |
γενική | του του/της |
εισπράκτορα εισπράκτορος |
των | εισπρακτόρων |
αιτιατική | τον/την | εισπράκτορα | τους/τις | εισπράκτορες |
κλητική | εισπράκτορα | εισπράκτορες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εισπράκτορας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσπράκτωρ από την αιτιατική «τὸν εἰσπράκτορα»[1] < αρχαία ελληνική εἰσπράσσω / εἰσπράττω < εἰς + πράσσω / πράττω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈspɾa.kto.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σπρά‐κτο‐ρας
- παλιότερος συλλαβισμός : εισ‐πρά‐κτο‐ρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεισπράκτορας αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & εισπρακτόρισσα, εισπρακτορίνα)
- (επάγγελμα) αυτός που εισπράττει
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις εισπράττω, εις, πράκτορας και πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εισπράκτορας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εισπράκτορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας