ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
εἰσπρακτωρ-, εἰσπρακτορ-
ονομαστική εἰσπράκτωρ οἱ εἰσπράκτορες
      γενική τοῦ εἰσπράκτορος τῶν εἰσπρακτόρων
      δοτική τῷ εἰσπράκτορ τοῖς εἰσπράκτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν εἰσπράκτορ τοὺς εἰσπράκτορᾰς
     κλητική ! ...?...ορ εἰσπράκτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἰσπράκτορε
γεν-δοτ τοῖν  εἰσπρακτόροιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δε γνωρίζουμε πώς θα τονιζόταν η κλητική ενικού.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «-» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰσπράκτωρ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική εἰσπράσσω / εἰσπράττω. Μορφολογικά εἰσ- + -πράκτωρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εἰσπράκτωρ, -ορος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία