↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πρακτωρ-, πρακτορ-
ονομαστική πράκτωρ οἱ πράκτορες
      γενική τοῦ πράκτορος τῶν πρακτόρων
      δοτική τῷ πράκτορ τοῖς πράκτορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πράκτορ τοὺς πράκτορᾰς
     κλητική ! πρᾶκτορ πράκτορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πράκτορε
γεν-δοτ τοῖν  πρακτόροιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «κτήτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πράκτωρ < θέμα πρακ- όπως στο ρήμα πράττω < *πράγ-jω με τροπή [ɡ] > [k] πριν από [t] + -τωρ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πράκτωρ αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «πράκτορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.