εισπρακτόρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εισπρακτόρισσα < εισπράκτορας + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εισπρακτόρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα εισπράκτορας
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εισπρακτόρισσα
|