καρπαζοεισπράχτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρπαζοεισπράχτορας < καρπαζιά + εισπράχτορας
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρπαζοεισπράχτορας αρσενικό
- αυτός που καρπαζώνεται, που δέχεται καρπαζιές
- (μεταφορικά) προσβλητικός χαρακτηρισμός για (φαινομενικά) μαλθακά άτομα που δέχονται προσβολές χωρίς αντίσταση
- ※ Γιατί η αντοχή στο ξύλο , σαν μόνο προσόν , δεν αποτελεί κάτι που ξεχωρίζει τους επαναστάτες αγωνιστές του λαού , από οποιοδήποτε κοινό καρπαζοεισπράχτορα. (Αντώνης Ι. Φλούντζης, Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες, 1937-1943. Θεμέλιο, 1979)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρπαζοεισπράχτορας