think twice
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαthink twice (en)
- (ιδιωματισμός) καλοσκέφτομαι, σκέφτομαι ξανά / ξανασκέφτομαι κάτι με προσοχή, με περίσκεψη
- ↪ He will think twice before he says such things again!
- Θα το καλοσκεφτεί πριν ξαναπεί τέτοια πράγματα!
- ↪ I will think twice about inviting him to my house again!
- Θα το ξανασκεφτώ για να τον καλέσω σπίτι μου πάλι!
- ↪ I hope you’ll think twice before going.
- Ελπίζω να το σκεφτείς ξανά προτού πας.
- ↪ He will think twice before he says such things again!
Πηγές
επεξεργασία- think (idioms): think twice about something/about doing something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 407. ISBN 9780194325684., λήμμα: καλοσκέφτομαι