thinking
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
thinking (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) σκεπτόμενος
- ⮡ What thinking person says these things?
- Ποιος σκεπτόμενος άνθρωπος λέει αυτά τα πράγματα;
- ⮡ What thinking person says these things?
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
thinking (en)