σκεπτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκεπτικότητα < καθαρεύουσα σκεπτικότης < σκεπτικός < αρχαία ελληνική σκεπτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκεπτικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκεπτικότητα
|