Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈfɔːθɔːt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

forethought

  1. έχοντας στον νου
  2. σκεπτικότητα
  3. προνοητικότητα