σκεπτικιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκεπτικιστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκεπτικιστής αρσενικό
- αυτός που έχει αμφιβολίες και ενδοιασμούς για κάτι
- όλοι ήταν ενθουσιασμένοι από τις εξελίξεις, αυτός όμως παρέμενε σκεπτικιστής