Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛp.tik/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sceptique sceptiques

sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sceptique sceptiques

sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό