ενικός         πληθυντικός  
sceptique sceptiques

sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sceptique sceptiques

sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό