sceptique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sceptique | sceptiques |
sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sceptique | sceptiques |
sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sceptique | sceptiques |
sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
sceptique | sceptiques |
sceptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό