παραθετικά
θετικός contemplative
συγκριτικός more contemplative
υπερθετικός most contemplative

contemplative (en) (επίσημο)

  • στοχαστικός, σκεπτικός, συλλογισμένος, διαλογιστικός, που σκέφτεται ήσυχα και σοβαρά κάτι
      She is in a contemplative mood.
    Είναι σε στοχαστική διάθεση.
      Why do you look so contemplative?
    Γιατί έχεις τόσο σκεφτικό ύφος;
      He was contemplative for hours after the intense discussion.
    Ήταν συλλογισμένος για ώρες μετά την έντονη συζήτηση.
      Her contemplative nature makes her think deeply before making decisions.
    Ο συλλογισμένος χαρακτήρας της την κάνει να σκέφτεται βαθιά πριν πάρει αποφάσεις.
     συνώνυμα:  pensive, reflective και thoughtful