ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περίσκεψῐς αἱ περισκέψεις
      γενική τῆς περισκέψεως τῶν περισκέψεων
      δοτική τῇ περισκέψει ταῖς περισκέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν περίσκεψῐν τὰς περισκέψεις
     κλητική ! περίσκεψῐ περισκέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περισκέψει
γεν-δοτ τοῖν  περισκεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίσκεψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)