βροντείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βροντείο | τα | βροντεία |
γενική | του | βροντείου | των | βροντείων |
αιτιατική | το | βροντείο | τα | βροντεία |
κλητική | βροντείο | βροντεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βροντείο < βροντεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβροντείο ουδέτερο
- μηχανισμός των αρχαίων θεάτρων για την παραγωγή του κρότου των βροντών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βροντείο
|