Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμβροντησία οι εμβροντησίες
      γενική της εμβροντησίας των εμβροντησιών
    αιτιατική την εμβροντησία τις εμβροντησίες
     κλητική εμβροντησία εμβροντησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβροντησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμβροντησία < αρχαία ελληνική ἐμβρόντητος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εμβροντησία θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) διαταραχή με συμπτώματα την απώλεια συνείδησης και την μειωμένη ή μηδενική αντίδραση σε ερεθίσματα
  2. κατάπληξη

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία