εμβροντησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εμβροντησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐμβροντησία < αρχαία ελληνική ἐμβρόντητος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμβροντησία θηλυκό
- (ψυχιατρική) διαταραχή με συμπτώματα την απώλεια συνείδησης και την μειωμένη ή μηδενική αντίδραση σε ερεθίσματα
- κατάπληξη
Συγγενικά
επεξεργασία- εμβρόντητος
- → και δείτε τη λέξη βροντή