αστραπόβροντο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστραπόβροντο < μεσαιωνική ελληνική αστραπόβροντο < αστραπή + -ο- + βροντή + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστραπόβροντο ουδέτερο
- το φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο αστράφτει και βροντά
- χτες το βράδυ περπατούσα μες στο αστραπόβροντο και αρρώστησα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αστραπόβροντο
|