trono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- trono < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trono | tronoj |
αιτιατική | tronon | tronojn |
trono (eo)
- ο θρόνος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | trono | tronoj |
αιτιατική | tronon | tronojn |
trono (eo)