train wreck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
train wreck | train wrecks |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαtrain wreck (en)
- (ανεπίσημο, κυρίως αμερικανικό) το χάλι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- train wreck - Cambridge Dictionary online