χαοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χαοτικός | η | χαοτική | το | χαοτικό |
γενική | του | χαοτικού | της | χαοτικής | του | χαοτικού |
αιτιατική | τον | χαοτικό | τη | χαοτική | το | χαοτικό |
κλητική | χαοτικέ | χαοτική | χαοτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χαοτικοί | οι | χαοτικές | τα | χαοτικά |
γενική | των | χαοτικών | των | χαοτικών | των | χαοτικών |
αιτιατική | τους | χαοτικούς | τις | χαοτικές | τα | χαοτικά |
κλητική | χαοτικοί | χαοτικές | χαοτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαοτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική chaotic[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chaotique[1] [2] < αρχαία ελληνική χάος
Επίθετο
επεξεργασίαχαοτικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με το χάος ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (φυσική, μαθηματικά) που έχει σχέση με το χάος ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) αλλοπρόσαλλος, απρόβλεπτος, συγκεχυμένος
- άλλες μορφές: χαώδης
- (μεταφορικά) πολύ μεγάλος, τεράστιος, αχανής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 χαοτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ χαοτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας