chaotic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | chaotic |
συγκριτικός | more chaotic |
υπερθετικός | most chaotic |
Επίθετο
επεξεργασίαchaotic (en)
- χαώδης
- ⮡ The situation is chaotic.
- Η κατάσταση είναι χαώδης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorderly
- ⮡ The situation is chaotic.