μπουρδελιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπουρδελιάρης αρσενικό, θηλυκό μπουρδελιάρα
- τακτικός επισκέπτης οίκου ανοχής
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπουρδελιάρης
|
μπουρδελιάρης αρσενικό, θηλυκό μπουρδελιάρα
|