↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπορντέλο τα μπορντέλα
      γενική του μπορντέλου των μπορντέλων
    αιτιατική το μπορντέλο τα μπορντέλα
     κλητική μπορντέλο μπορντέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπορντέλο < είτε αναδανεισμός από την ιταλική bordello (ήδη μπουρδέλο προέλευσης από τη βενετική), είτε με επίδραση από τη γαλλική bordel[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /boɾˈde.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπορ‐ντέ‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπορντέλο ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία