μπορντέλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπορντέλο < είτε αναδανεισμός από την ιταλική bordello (ήδη μπουρδέλο προέλευσης από τη βενετική), είτε με επίδραση από τη γαλλική bordel[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /boɾˈde.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπορ‐ντέ‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπορντέλο ουδέτερο
- άλλη μορφή του μπουρδέλο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπορντέλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας