• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μπορντέλο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπορντέλο τα μπορντέλα
      γενική του μπορντέλου των μπορντέλων
    αιτιατική το μπορντέλο τα μπορντέλα
     κλητική μπορντέλο μπορντέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπορντέλο < είτε αναδανεισμός από την ιταλική bordello (ήδη μπουρδέλο προέλευσης από τη βενετική), είτε με επίδραση από τη γαλλική bordel[1]

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /boɾˈde.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός : μπορ‐ντέ‐λο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπορντέλο ουδέτερο

  • άλλη μορφή του μπουρδέλο

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ μπορντέλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μπορντέλο&oldid=6963427"
Τελευταία επεξεργασία στις 13 Νοεμβρίου 2024, στις 16:52

Γλώσσες

    • English
    • Esperanto
    • Français
    • Limburgs
    • Polski
    • Русский
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 13 Νοεμβρίου 2024, στις 16:52.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας