Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπορντέλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπορντέλ
ο
τα
μπορντέλ
α
γενική
του
μπορντέλ
ου
των
μπορντέλ
ων
αιτιατική
το
μπορντέλ
ο
τα
μπορντέλ
α
κλητική
μπορντέλ
ο
μπορντέλ
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπορντέλο
<
ιταλική
bordello
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
boɾˈde.lo
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπορντέλο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
μπουρδέλο