Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορνόσπιτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πορνόσπιτ
ο
τα
πορνόσπιτ
α
γενική
του
πορνόσπιτ
ου
των
πορνόσπιτ
ων
αιτιατική
το
πορνόσπιτ
ο
τα
πορνόσπιτ
α
κλητική
πορνόσπιτ
ο
πορνόσπιτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορνόσπιτο
<
πόρνη
+
-ο-
+
σπίτι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πορνόσπιτο
ουδέτερο
(
σπάνιο
) το
πορνείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορνόσπιτο
→
δείτε
τη λέξη
πορνείο