↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορνοστάσιο τα πορνοστάσια
      γενική του πορνοστασίου
πορνοστάσιου
των πορνοστασίων
    αιτιατική το πορνοστάσιο τα πορνοστάσια
     κλητική πορνοστάσιο πορνοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορνοστάσιο < πόρνη + -στάσιο ( < στάσις < ἵσταμαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορνοστάσιο ουδέτερο

  • χώρος όπου συγκεντρώνονται οι πόρνες, το πορνείο
    ※  Μα κι η Σιρανούς αγαπούσε πολύ τον Ποκρή. Ερχότανε πότε - πότε και τον έβρισκε στο χυτήριο, πάντα μεσημεριανές ώρες, όταν κι εκείνη δεν είχε αλισβερίσια στο πορνοστάσιο και το μαγαζί μας ήταν άδειο με το σταμάτημα της δουλειάς. (Πάνος Ν. Τζελέπης, Ιστορίες του Νταή-Σταυρή - στον καιρό των Σουλτάνων, εκδ. Τροχαλία, 2003, σελ. 58)
    ※  Μπρε χρυσέ μου , την καρδιά μου γλύκανες με το πορνοστάσιο, δηλαδή με το μπορδέλλο, για να το πούμε ρωμαίϊκα. (Γιάννης Ψυχάρης, Αργύρης Εφταλίωτης, Γιάννη Ψυχάρη και Αργύρη Εφταλιώτη αλληλογραφία: 716 γράμματα (1890-1923), εκδ. Πανεπιστήμιο Ιωαννίννων, 1988, σελ. 509)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία