ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χᾰμαιτῠπα-
ονομαστική χαμαιτύπη αἱ χαμαιτύπαι
      γενική τῆς χαμαιτύπης τῶν χαμαιτυπῶν
      δοτική τῇ χαμαιτύπ ταῖς χαμαιτύπαις
    αιτιατική τὴν χαμαιτύπην τὰς χαμαιτύπᾱς
     κλητική ! χαμαιτύπη χαμαιτύπαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαμαιτύπ
γεν-δοτ τοῖν  χαμαιτύπαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαμαιτύπη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική επίρρημα χαμαί + τύπη όπως στο τύπτω [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαμαιτύπη (χᾰμαιτῠπ) θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.