Ετυμολογία

επεξεργασία
foutoir < foutre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fu.twaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
foutoir foutoirs

foutoir (fr) αρσενικό

  1. μπορντέλο
  2. αχούρι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία