Ετυμολογία

επεξεργασία
foutoir < foutre

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
foutoir foutoirs

foutoir (fr) αρσενικό

  1. μπορντέλο
  2. αχούρι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία