Ετυμολογία

επεξεργασία
foutaise < foutre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fu.tɛz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
foutaise foutaises

foutaise (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία