Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
foutriquet
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
foutriquet
<
foutre
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
fu.tʁi.kɛ
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
foutriquet
foutriquets
foutriquet
(fr)
αρσενικό
(
παρωχημένο
)
αδύναμος
,
ανίκανος
Συγγενικά
επεξεργασία
foutaise
foutoir
foutre
foutrement
foutu