Ετυμολογία

επεξεργασία
foutriquet < foutre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fu.tʁi.kɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
foutriquet foutriquets

foutriquet (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία