εγωισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εγωισμός | οι | εγωισμοί |
γενική | του | εγωισμού | των | εγωισμών |
αιτιατική | τον | εγωισμό | τους | εγωισμούς |
κλητική | εγωισμέ | εγωισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εγωισμός < εγώ + επίθημα -ισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égoïsme < λατινική ego < αρχαία ελληνική ἐγώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ɣo.iˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγωισμός αρσενικό
- υπερβολική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του με ταυτόχρονη τάση να υποβάλει το συμφέρον των άλλων στο δικό του
- τάση ενός ατόμου να μιλά για τον εαυτό του και να παρουσιάζει τα πράγματα πάντα από τη δική του πλευρά
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγωισμός
|