Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγωιστικά < εγωιστικός

  Επίρρημα επεξεργασία

εγωιστικά

  1. με εγωιστικό τρόπο
    μη σκέφτεσαι εγωιστικά (μη σκέφτεσαι μόνο τον εαυτό σου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

εγωιστικά