φιλαυτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλαυτία < αρχαία ελληνική φιλαυτία < φίλαυτος < φίλος + ἑαυτοῦ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλαυτία θηλυκό
- η υπερβολική αγάπη για τον εαυτό μας, που συνεπάγεται την αδιαφορία για τις ανάγκες των άλλων
- ※ Με την πρώτη του ιδιότητα είχε κιόλας κερδίσει μεγάλη φήμη και δόξα, που ικανοποιούσε απόλυτα τη φιλαυτία του. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλαυτία