ego
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *éǵh-
Αντωνυμία
επεξεργασία
ego (la)
Κλίση
επεξεργασίαΠροσωπική Αντωνυμία | |||
---|---|---|---|
ενικός | |||
πτώση | α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο |
ονομαστική | ego | tu | - |
γενική | mei | tui | sui |
δοτική | mihi | tibi | sibi |
αιτιατική | me | te | se |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | (a) me | (a) te | (a) se |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | nos | vos | - |
γενική | nostri & nostrum | vestri & vestrum | sui |
δοτική | nobis | vobis | sibi |
αιτιατική | nos | vos | se |
κλητική | - | - | - |
αφαιρετική | (a) nobis | (a) vobis | (a) se |