Ετυμολογία

επεξεργασία
τετοιώνω < τέτοι(ος) + -ώνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teˈtço.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐τοιώ‐νω

τετοιώνω, πρτ.: τέτοιωνα, αόρ.: τέτοιωσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (οικείο, σπάνιο) κάνω κάτι το οποίο δεν γνωρίζω πως λέγεται, ή δεν μπορώ ή δεν θέλω να το κατονομάσω
  2. (ιδιωματικό) συνουσιάζομαι
    ※  Απ' όλο το κορμί της ακτινοβολεί γενετήσιο κάλεσμα προς το σερνικό – οποιοδήποτε σερνικό. Αν δεν είχε τον ηθικό και κοινωνικο αυτοέλεγχο, θα τετοιωνόταν μ' όλο τον κόσμο.
    Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος (1956).
     συνώνυμα: απαυτώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.