κλαπαρχίδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλαπαρχίδας < (ηχομιμητική λέξη) κλαπ + αρχίδια
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλαπαρχίδας αρσενικό, κλαπαρχίδω θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) που είναι άχρηστος, ανίκανος να κάνει κάτι (κυριολεκτικά: που είναι ικανός μόνο για να παίζει με τα αρχίδια του)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κλαπαρχίδας
|