ενικός         πληθυντικός  
couille couilles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

couille (fr) θηλυκό

  1. το αρχίδι, τα αχαμνά
  2. (μεταφορικά) το πρόβλημα, το μπέρδεμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία