couillon
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
couillon | couillons |
couillon (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | couillon | couillons |
θηλυκό | couillonne | couillonnes |
couillon (fr)