Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονάρχιδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μονάρχιδ
ος
οι
μονάρχιδ
οι
γενική
του
μονάρχιδ
ου
των
μονάρχιδ
ων
αιτιατική
τον
μονάρχιδ
ο
τους
μονάρχιδ
ους
κλητική
μονάρχιδ
ε
μονάρχιδ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονάρχιδος
<
μον-
+
αρχίδ(ι)
+
-ος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονάρχιδος
αρσενικό
o άνδρας που έχει έναν μόνο
όρχι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονάρχιδος