Δείτε επίσης: ὀρχίδιον

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀρχίδιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀρχίδ(ιον) + -ιν, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὄρχις (αρσενικό). Και μεσαιωνική ὄρχις, θηλυκό.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὀρχίδιν ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία