Δείτε επίσης: αρχιδάτος

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρχιδάτος < ἀρχίδ(ι) + -άτος

ἀρχιδάτος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • νέα ελληνικά: αρχιδάτος (και κυριολεκτικά: ο μη ευνουχισμένος)
    και γραφή καθαρεύουσας με περισπωμένη κατά την αρχαία κατάληξη -ᾶτος