ἀρχιδάτος
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀρχιδάτος
- (μεταφορικά) αξιόλογος, ισχυρός, αρχιδάτος (στη μεταφορική σημασία)
- άλλες μορφές: ἀρχιάτος (και με γραφή ἀρσάτος)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νέα ελληνικά: αρχιδάτος (και κυριολεκτικά: ο μη ευνουχισμένος)
- και γραφή καθαρεύουσας με περισπωμένη κατά την αρχαία κατάληξη -ᾶτος
Πηγές
επεξεργασία- σελ.231, Τόμος 13 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.