ὀρχίδιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀρχίδιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὀρχίδιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὄρχις (αρσενικό)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀρχίδιον ουδέτερο
Πηγές επεξεργασία
- ὀρχίδιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀρχίδιον | τὰ | ὀρχίδιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ὀρχιδίου | τῶν | ὀρχιδίων | ||||
δοτική | τῷ | ὀρχιδίῳ | τοῖς | ὀρχιδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ὀρχίδιον | τὰ | ὀρχίδιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ὀρχίδιον | ὀρχίδιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀρχιδίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρχιδίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀρχίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὄρχ(ις) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ὀρχίδιν > ἀρχίδι ⇒ νέα ελληνικά: αρχίδι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀρχίδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- υποκοριστικό του ὄρχις
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ὀρχίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.