Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελετητικός η μελετητική το μελετητικό
      γενική του μελετητικού της μελετητικής του μελετητικού
    αιτιατική τον μελετητικό τη μελετητική το μελετητικό
     κλητική μελετητικέ μελετητική μελετητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελετητικοί οι μελετητικές τα μελετητικά
      γενική των μελετητικών των μελετητικών των μελετητικών
    αιτιατική τους μελετητικούς τις μελετητικές τα μελετητικά
     κλητική μελετητικοί μελετητικές μελετητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μελετητικός < μελετητής + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μελετητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία