Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μελετητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μελετητικ
ός
η
μελετητικ
ή
το
μελετητικ
ό
γενική
του
μελετητικ
ού
της
μελετητικ
ής
του
μελετητικ
ού
αιτιατική
τον
μελετητικ
ό
τη
μελετητικ
ή
το
μελετητικ
ό
κλητική
μελετητικ
έ
μελετητικ
ή
μελετητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μελετητικ
οί
οι
μελετητικ
ές
τα
μελετητικ
ά
γενική
των
μελετητικ
ών
των
μελετητικ
ών
των
μελετητικ
ών
αιτιατική
τους
μελετητικ
ούς
τις
μελετητικ
ές
τα
μελετητικ
ά
κλητική
μελετητικ
οί
μελετητικ
ές
μελετητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μελετητικός
<
μελετητής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μελετητικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
μελέτη
ή
μελετητή
ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
μελετητικά
→
δείτε
τη λέξη
μελετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μελετητικός