μελετητικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελετητικά < μελετητικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαμελετητικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μελετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελετητικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμελετητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μελετητικός