read
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
read | reads |
read (en)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | read |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | reads |
αόριστος | read |
παθητική μετοχή | read |
ενεργητική μετοχή | reading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
read (en)