Ρωσικά (ru) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

читать (ru)

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο чита́ть
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό чита́ть чита́ться
συνοπτικό прочита́ть,
проче́сть
прочита́ться,
проче́сться
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду чита́ть бу́дем чита́ть
β' πρόσ. бу́дешь чита́ть бу́дете чита́ть
γ' πρόσ. бу́дет чита́ть бу́дут чита́ть
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. чита́ю чита́ем
β' πρόσ. чита́ешь чита́ете
γ' πρόσ. чита́ет чита́ют
προστακτική чита́й чита́йте
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής чита́ющий
μετοχή ενεστώτα παθητικής чита́емый
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα чита́я
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό чита́л чита́ли
θηλυκό чита́ла
ουδέτερο чита́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής чита́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής чи́танный
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα чита́в, чита́вши
παράγωγα ουσιαστικά чте́ние, чита́ние, чи́тка

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"