lecture
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
lecture (en)
- η διάλεξη
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- lecture < μεσαιωνική λατινική lectura
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
lecture (fr) θηλυκό