Ετυμολογία

επεξεργασία
lecture < λατινική lectura

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lecture lectures

lecture (en)

  1. η διάλεξη, μια ομιλία σχετική με ένα επιστημονικό θέμα
    ⮡  I timed my lecture so that it doesn’t go over one hour.
    Χρονομέτρησα τη διάλεξή μου, για να μην ξεπεράσει τη μία ώρα.
  2. (κατ’ επέκταση) η πανεπιστημιακή παράδοση
ενεστώτας lecture
γ΄ ενικό ενεστώτα lectures
αόριστος lectured
παθητική μετοχή lectured
ενεργητική μετοχή lecturing

lecture (en)

  1. (αμετάβατο) κάνω διάλεξη
  2. (μεταβατικό) επιπλήττω, μαλώνω, επικρίνω κάποιον ή του λέω πώς πιστεύω ότι πρέπει να συμπεριφέρεται, ειδικά όταν αυτό γίνεται με ενοχλητικό τρόπο
    ⮡  His manager lectured him for coming in late.
    Τον επέπληξε ο διευθυντής του, γιατί άργησε να έρθει.
    ⮡  Don’t lecture him for such little things.
    Μην τον μαλώνεις για τέτοια μικροπράγματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη criticize



  Ετυμολογία

επεξεργασία
lecture < μεσαιωνική λατινική lectura

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lecture (fr) θηλυκό

  1. η ανάγνωση
  2. το διάβασμα

Συγγενικά

επεξεργασία