πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεριόφως τα αεριόφωτα
      γενική του αεριόφωτος των αεριοφώτων
    αιτιατική το αεριόφως τα αεριόφωτα
     κλητική αεριόφως αεριόφωτα
Σπάνιος ο πληθυντικός.
Συγκρίνετε με την κλίση για το αεριόφωτο.
Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αεριόφως ουδέτερο

  1. φως που παράγεται από το φωταέριο
      πριν διαδοθή ευρέως η περίφημος ηλεκτρική λυχνία του Έντισον, εχρησιμοποιούντο άλλαι φωτιστικαί μέθοδοι και συγκεκριμένως το πετρέλαιον, τα διαφόρων ειδών φυτικά έλαια και το αεριόφως («Πότε εισήχθη το αεριόφως», Ο Ήλιος [εβδομαδιαίο περιοδικό] αρ. 14 (7 Οκτωβρίου 1939), σ. 2)
  2. (συνεκδοχικά) το ίδιο το φωταέριο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία